μικρόσταχυς

μικρόσταχυς
μικρό-στᾰχυς, υ,
A with small ear, Thphr.HP8.4.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μικρόσταχυς — μικρόσταχυς, υ (Α) αυτός που έχει ή παράγει μικρό στάχυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + στάχυς (πρβλ. καλλί σταχυς, μεγαλό σταχυς)] …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”